-
1 замедленный
επ. από μτχ.επιβραδυντικός, αργός, αργητός•-ые шаги αργά (συγκρατημένα) βήματα•
-ая речь αργητή ομιλία•
замедленный ход επιβραδυντική κίνηση (ή πορεία)•
бомба -го действия βόμβα εγκαιροφλεγής.
1 замедленный
-ые шаги αργά (συγκρατημένα) βήματα•
-ая речь αργητή ομιλία•
замедленный ход επιβραδυντική κίνηση (ή πορεία)•
бомба -го действия βόμβα εγκαιροφλεγής.